- σταχυώδης
- στᾰχῠώδης, ες,A like ears of corn: cereal, τῶν σιτηρῶν τὰ ς. Thphr. HP1.14.2; πᾶν τὸ ς. ib.8.3.3; σ. κούρη the constellation Virgo (cf.
στάχυς 1.3
), Nonn.D.2.655.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στάχυς 1.3
), Nonn.D.2.655.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σταχυώδης — ῶδες, Α [στάχυς, υος] 1. (για τους καρπούς τών δημητριακών) όμοιος με στάχυ σταριού 2. φρ. «σταχυώδης κούρη» ο αστερισμός τής Παρθένου … Dictionary of Greek
σταχυώδει — σταχυώδης like ears of corn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σταχυώδης like ears of corn masc/fem/neut dat sg σταχυώδεϊ , σταχυώδης like ears of corn dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυώδη — σταχυώδης like ears of corn neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σταχυώδης like ears of corn masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σταχυώδης like ears of corn masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυώδεα — σταχυώδης like ears of corn neut nom/voc/acc pl (epic ionic) σταχυώδης like ears of corn masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυωδῶς — σταχυώδης like ears of corn adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυώδεος — σταχυώδης like ears of corn masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχυώδους — σταχυώδης like ears of corn masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειλανθή — Μία από τις πολυάρθιμες οικογένειες των δικοτυλήδονων φυτών, γνωστή και ως οικογένεια των λαμπιατών. Τα χ. είναι όλα σχεδόν ποώδη ή φρυγανώδη, ιθαγενή των εύκρατων περιοχών. Πολλά είδη τους φυτρώνουν στις παραμεσόγειες περιοχές, από την Ιβηρική… … Dictionary of Greek